- συνδιάλυτος
- -η, -ο, Νφρ. «συνδιάλυτα υγρά»χημ. υγρά που διαλύονται το ένα στο άλλο υπό υποιαδήποτε αναλογία, δηλαδή είναι πλήρως αναμίξιμα μεταξύ τους, όπως είναι λ.χ. η αιθυλική αλκοόλη με το νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.